- λαμπρότερε
- λαμπρόςbrightmasc voc comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαμπρότερ' — λαμπρότερα , λαμπρός bright neut nom/voc/acc comp pl λαμπρότερε , λαμπρός bright masc voc comp sg λαμπρότεραι , λαμπρός bright fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)